φορητοῦ

φορητοῦ
φορητός
borne
masc/neut gen sg
φορητός
borne
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κιν — Πανάρχαιο έγχορδο όργανο της Κίνας. Το κ. αρχικά παιζόταν τοποθετημένο πάνω σε ένα ορθογώνιο τραπέζι, αργότερα όμως, για να είναι πιο εύχρηστο, τροποποιήθηκε ριζικά και έγινε φορητό, κατορθώνοντας έτσι να επιβιώσει για αρκετούς αιώνες ακόμη. Οι… …   Dictionary of Greek

  • αντιμήνσιο — Είδος φορητού θυσιαστηρίου, υποκατάστατου της Αγίας Τράπεζας, σε περιπτώσεις που η χρήση της δεν είναι δυνατή, π.χ. σε ιεροτελεστίες στην ύπαιθρο, σε στρατόπεδα κλπ. (αντί + λατ. mensa= τράπεζα). Το α., του οποίου η χρήση ανάγεται στον 8o αι.,… …   Dictionary of Greek

  • θέλημα — το (AM θέλημα, Μ και θέλημαν) [θέλω] θέληση, επιθυμία («γενηθήτω το θέλημά σου») νεοελλ. 1. μικρή εκδούλευση, εκτέλεση παραγγελίας ή μεταφοράς φορητού πράγματος, μικρή εξυπηρέτηση («κάνε μου ένα θέλημα») 2. παροιμ. «πηγαίνει νιος στο θέλημα κι… …   Dictionary of Greek

  • μοσκεταρία — η στρατιώτες οπλισμένοι με μοσκέτα, σώμα τυφεκιοφόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. moschetteria < ιταλ. moschetto «είδος φορητού πυροβόλου όπλου»] …   Dictionary of Greek

  • μπάλα — η (Μ μπάλα και πάλα) 1. ελαστική σφαίρα που χρησιμοποιείται σε παιδικά και αθλητικά παιχνίδια, τόπι («η μπάλα τού μπάσκετ») 2. βλήμα φορητού πυροβόλου όπλου, σφαίρα, βόλι («οπού έχει δύο αγαπητικές, νά χει σαράντα μαχαιριές, κι οπού δεν έχει ούτε …   Dictionary of Greek

  • οκτάσφαιρος — και οχτάσφαιρος, η, ο (Α ὀκτάσφαιρος, ον) αυτός που αποτελείται από οκτώ σφαίρες νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το οκτάσφαιρο και οχτάσφαιρο είδος φορητού όπλου τού οποίου ο γεμιστήρας δέχεται οκτώ σφαίρες αρχ. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἠ… …   Dictionary of Greek

  • ρολόι — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου. Όλες οι μέθοδοι για τη μέτρηση του χρόνου βασίζονται στη χρησιμοποίηση κάποιας κανονικής κίνησης με την οποία η διαφορά χρόνου μετατρέπεται σε διαφορά διαστήματος που διακρίνεται εύκολα. Το… …   Dictionary of Greek

  • συνδηκτορίδιο — το, Ν [συνδήκτορας] υποκορ. είδος φορητού συνδήκτορα με μικρό μέγεθος, μικρή μέγκενη …   Dictionary of Greek

  • φορείο — το / φορεῑον, ΝΜΑ, και φόριον Α [φορεύς] είδος φορητού καθίσματος ή κρεβατιού με το οποίο μεταφέρεται κάτι ή κάποιος από άλλους (α. «μετά το ατύχημα μεταφέρθηκε με φορείο στο νοσοκομείο» β. «ὅν χωλὸν ὄντα καὶ φορείῳ... προσκομιζόμενον», Πλούτ.)… …   Dictionary of Greek

  • ψέλιο — το / ψέλιον, ΝΑ, και ψέλι Ν, και ψέλλιον και σπέλιον και αιολ. τ. σπέλλιον και ψίλ(λ)ιον, Α κόσμημα σε σχήμα κρίκου για τον βραχίονα ή για τον καρπό τού χεριού ή και για τα σφυρά τών ποδιών, βραχιόλι νεοελλ. 1. στρ. καθένας από τους ορειχάλκινους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”